- απακετάριστος
- -η, -οαυτός που δεν συσκευάστηκε σε πακέτο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απακετάριστος — η, ο αυτός που δε συσκευάστηκε σε πακέτα: Τα τσιγάρα ήταν ακόμη απακετάριστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)